Το βαμβάκι φαίνεται να σώζει και φέτος σε ένα βαθμό τις τοπικές οικονομίες στον κάμπο καθώς τιμές πάνω από 50 λεπτά το κιλό θα πρέπει να αναμένουν οι Έλληνες βαμβακοπαραγωγοί με την έναρξη της εκκοκκιστικής περιόδου στις αρχές της επόμενης εβδομάδας...
Αιτία οι ανοδικές τάσεις που αρχίζουν να επικρατούν στις διεθνείς αγορές, λόγω της τεράστιας φυσικής καταστροφής που υπέστη η σοδειά του Πακιστάν της τρίτης παγκόσμιας δύναμης στην παραγωγή βάμβακος, εξαιτίας των πλημμυρών των τελευταίων ημερών.
Το κανάλι στο οποίο αναμένεται να κινηθεί η εμπορική τιμή του εκκοκκισμένου τους προσεχείς μήνες είναι από τα 80 σεντς ανά λίμπρα (κάτω από τα επίπεδα αυτά οι ΗΠΑ αγοράζουν όλες τις ποσότητες για να δημιουργήσουν
στρατηγικά αποθέματα) μέχρι τα 110 σεντς ανά λίμπρα (πάνω από τα επίπεδα αυτά ενεργοποιεί τα δικά της στρατηγικά αποθέματα η Κίνα διασφαλίζοντας φθηνή πρώτη ύλη για τα δικά της κλωστήρια).
Σύμφωνα με τους έλληνες εκκοκκιστές ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής παραγωγής σε εκκοκκισμένο θα πάει στα Τουρκικά κλωστήρια και θα επιστρέψει με τεράστια προστιθέμενη αξία είτε ως νήμα ή ως ρούχο στην ελληνική αγορά αδυνατίζοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας και δημιουργώντας έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο εισαγωγών - εξαγωγών...
Από τους 300.000 τόνους εκκοκκισμένου που αναμένεται φέτος να παραχθούν στη χώρα, μόλις 25.000 τόνοι θα πάνε στην εγχώρια αγορά για να λάβουν προστιθέμενη αξία από τη δευτερογενή ή την τριτογενή μεταποίηση. Οι υπόλοιπες ποσότητες θα εξαχθούν κυρίως στην Τουρκία και δευτερευόντως σε Κίνα, Αίγυπτο και άλλες χώρες.
Αντί των 600 εκατομμυρίων ευρώ που είναι περίπου η αξία του εκκοκκισμένου που παράγεται στη χώρα μας, αν αυτό κατέληγε σε ελληνικά κλωστήρια ή βιομηχανίες ένδυσης η αξία του θα εκτοξευόταν στα 18 δις ευρώ ετησίως, όταν το σύνολο των ελληνικών εξαγωγών των βιομηχανικών προϊόντων δεν υπερβαίνει τα 20 δις ευρώ ετησίως...
Μόνο για τη Θεσσαλία που παράγει περί τους 140.000 τόνους εκκοκκισμένου ετησίως (οι οποίοι αντιστοιχούν σε 550.000 τόνους σύσπορου) αν γινόταν μόνο δευτερογενής μεταποίηση (νήμα) σε δικά της κλωστήρια η αξία του θα υπερέβαινε τα 6 δις ευρώ, επισημαίνει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Θεσσαλικών βιομηχανιών και επικεφαλής του ομίλου κλωστοϋφαντουργίας «ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ» κ. Απόστολος Δοντάς.
«Ομως από τα 92 κλωστήρια που είχε η χώρα στις αρχές της δεκαετίας του '90, σήμερα υπάρχουν μόλις τρία!» καταλήγει.
Οι αιτίες πολλές. Η ίδια η Ευρώπη θεωρώντας ότι η κλωστοϋφαντουργία είναι παρωχημένος βιομηχανικός κλάδος εντάσεως εργασίας, στην ουσία είχε πολιτική εκδίωξης του - την τελευταία 20ετία- από τους κόλπους της και αναζήτησης φτηνών εργατικών χεριών σε χώρες του τρίτου κόσμου, με απάνθρωπες ωστόσο, συνθήκες εργασίας και πάμφθηνα μεροκάματα...
Για την Ελλάδα οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν στην απουσία πολιτικής ανταλλαγμάτων μετά την τελωνειακή σύνδεση Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας, στις αρχές της δεκαετίας του '90, αφού η χώρα είχε τότε ανοιχτά εθνικά θέματα όπως το Σκοπιανό, ενώ την ίδια ώρα Πορτογαλία και Ισπανία διεσφάλιζαν αντισταθμιστικά οφέλη. Επίσης ο κλάδος της κλωστούφαντουργίας παρασύρθηκε στη δίνη της χρηματιστηριακής «φούσκας» του 1999 και στην αποκόμιση άμμεσων και εύκολων κερδών από τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, χωρίς στόχευση και στρατηγικό βάθος για την ισχυροποίηση των επιχειρήσεων και τη διασφάλιση παγίων και ουσιαστικών επενδύσεων.
Ωστόσο το θέμα της άνθισης του κλάδου επανέρχεται με επιτακτικό τρόπο στη νεοελληνική πραγματικότητα τώρα που η χώρα διέρχεται πρωτοφανή ύφεση και οικονομική κρίση, διότι διασφαλίζει θέσεις εργασίας στον ευαίσθητο από πλευράς απασχόλησης γυναικείο πληθυσμό, ενώ μπορεί να ξαναδώσει πολύτιμο συνάλλαγμα και να εκτοξεύσει τις εξαγωγές της χώρας, αφού και πρώτη ύλη υπάρχει και πολύτιμη τεχνογνωσία αλλά και εξοπλισμός στους αγρότες μας...
Όσο για του πολέμιους της καλλιέργειας που έχουν «κολλήσει» στη λογική ότι είναι μία αδρά επιδοτούμενη καλλιέργεια, μη λησμονούμε ότι βαμβάκι υπήρχε στη χώρα και πριν την ένταξή της στην ΕΟΚ, το 1981 και μάλιστα τότε υπήρχαν και νηματουργεία και φάμπρικες κατασκευής βαμβακερών ρούχων και εσώρουχων. Τότε που η χώρα ήταν αυτάρκης και σε τρόφιμα και σε είδη ένδυσης. Με δεδομένο λοιπόν ότι η καλλιέργεια θα συνεχίσει να υφίσταται και μετά την ανθεώρηση της ΚAΠ το 2013 δεν είναι κρίμα από το «λευκό χρυσό» να απολαμβάνουμε μόλις το 1/10 μέχρι το 1/30 της προστιθέμενης αξίας που μπορεί αυτός να αποδώσει στην εθνική οικονομία;
Αιτία οι ανοδικές τάσεις που αρχίζουν να επικρατούν στις διεθνείς αγορές, λόγω της τεράστιας φυσικής καταστροφής που υπέστη η σοδειά του Πακιστάν της τρίτης παγκόσμιας δύναμης στην παραγωγή βάμβακος, εξαιτίας των πλημμυρών των τελευταίων ημερών.
Το κανάλι στο οποίο αναμένεται να κινηθεί η εμπορική τιμή του εκκοκκισμένου τους προσεχείς μήνες είναι από τα 80 σεντς ανά λίμπρα (κάτω από τα επίπεδα αυτά οι ΗΠΑ αγοράζουν όλες τις ποσότητες για να δημιουργήσουν
στρατηγικά αποθέματα) μέχρι τα 110 σεντς ανά λίμπρα (πάνω από τα επίπεδα αυτά ενεργοποιεί τα δικά της στρατηγικά αποθέματα η Κίνα διασφαλίζοντας φθηνή πρώτη ύλη για τα δικά της κλωστήρια).
Σύμφωνα με τους έλληνες εκκοκκιστές ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής παραγωγής σε εκκοκκισμένο θα πάει στα Τουρκικά κλωστήρια και θα επιστρέψει με τεράστια προστιθέμενη αξία είτε ως νήμα ή ως ρούχο στην ελληνική αγορά αδυνατίζοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας και δημιουργώντας έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο εισαγωγών - εξαγωγών...
Από τους 300.000 τόνους εκκοκκισμένου που αναμένεται φέτος να παραχθούν στη χώρα, μόλις 25.000 τόνοι θα πάνε στην εγχώρια αγορά για να λάβουν προστιθέμενη αξία από τη δευτερογενή ή την τριτογενή μεταποίηση. Οι υπόλοιπες ποσότητες θα εξαχθούν κυρίως στην Τουρκία και δευτερευόντως σε Κίνα, Αίγυπτο και άλλες χώρες.
Αντί των 600 εκατομμυρίων ευρώ που είναι περίπου η αξία του εκκοκκισμένου που παράγεται στη χώρα μας, αν αυτό κατέληγε σε ελληνικά κλωστήρια ή βιομηχανίες ένδυσης η αξία του θα εκτοξευόταν στα 18 δις ευρώ ετησίως, όταν το σύνολο των ελληνικών εξαγωγών των βιομηχανικών προϊόντων δεν υπερβαίνει τα 20 δις ευρώ ετησίως...
Μόνο για τη Θεσσαλία που παράγει περί τους 140.000 τόνους εκκοκκισμένου ετησίως (οι οποίοι αντιστοιχούν σε 550.000 τόνους σύσπορου) αν γινόταν μόνο δευτερογενής μεταποίηση (νήμα) σε δικά της κλωστήρια η αξία του θα υπερέβαινε τα 6 δις ευρώ, επισημαίνει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Θεσσαλικών βιομηχανιών και επικεφαλής του ομίλου κλωστοϋφαντουργίας «ΕΠΙΛΕΚΤΟΣ» κ. Απόστολος Δοντάς.
«Ομως από τα 92 κλωστήρια που είχε η χώρα στις αρχές της δεκαετίας του '90, σήμερα υπάρχουν μόλις τρία!» καταλήγει.
Οι αιτίες πολλές. Η ίδια η Ευρώπη θεωρώντας ότι η κλωστοϋφαντουργία είναι παρωχημένος βιομηχανικός κλάδος εντάσεως εργασίας, στην ουσία είχε πολιτική εκδίωξης του - την τελευταία 20ετία- από τους κόλπους της και αναζήτησης φτηνών εργατικών χεριών σε χώρες του τρίτου κόσμου, με απάνθρωπες ωστόσο, συνθήκες εργασίας και πάμφθηνα μεροκάματα...
Για την Ελλάδα οι αιτίες θα πρέπει να αναζητηθούν στην απουσία πολιτικής ανταλλαγμάτων μετά την τελωνειακή σύνδεση Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας, στις αρχές της δεκαετίας του '90, αφού η χώρα είχε τότε ανοιχτά εθνικά θέματα όπως το Σκοπιανό, ενώ την ίδια ώρα Πορτογαλία και Ισπανία διεσφάλιζαν αντισταθμιστικά οφέλη. Επίσης ο κλάδος της κλωστούφαντουργίας παρασύρθηκε στη δίνη της χρηματιστηριακής «φούσκας» του 1999 και στην αποκόμιση άμμεσων και εύκολων κερδών από τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, χωρίς στόχευση και στρατηγικό βάθος για την ισχυροποίηση των επιχειρήσεων και τη διασφάλιση παγίων και ουσιαστικών επενδύσεων.
Ωστόσο το θέμα της άνθισης του κλάδου επανέρχεται με επιτακτικό τρόπο στη νεοελληνική πραγματικότητα τώρα που η χώρα διέρχεται πρωτοφανή ύφεση και οικονομική κρίση, διότι διασφαλίζει θέσεις εργασίας στον ευαίσθητο από πλευράς απασχόλησης γυναικείο πληθυσμό, ενώ μπορεί να ξαναδώσει πολύτιμο συνάλλαγμα και να εκτοξεύσει τις εξαγωγές της χώρας, αφού και πρώτη ύλη υπάρχει και πολύτιμη τεχνογνωσία αλλά και εξοπλισμός στους αγρότες μας...
Όσο για του πολέμιους της καλλιέργειας που έχουν «κολλήσει» στη λογική ότι είναι μία αδρά επιδοτούμενη καλλιέργεια, μη λησμονούμε ότι βαμβάκι υπήρχε στη χώρα και πριν την ένταξή της στην ΕΟΚ, το 1981 και μάλιστα τότε υπήρχαν και νηματουργεία και φάμπρικες κατασκευής βαμβακερών ρούχων και εσώρουχων. Τότε που η χώρα ήταν αυτάρκης και σε τρόφιμα και σε είδη ένδυσης. Με δεδομένο λοιπόν ότι η καλλιέργεια θα συνεχίσει να υφίσταται και μετά την ανθεώρηση της ΚAΠ το 2013 δεν είναι κρίμα από το «λευκό χρυσό» να απολαμβάνουμε μόλις το 1/10 μέχρι το 1/30 της προστιθέμενης αξίας που μπορεί αυτός να αποδώσει στην εθνική οικονομία;
πηγή: tovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου