Πέμπτη 19 Μαΐου 2011

Η γενοκτοκτονία των Ελλήνων του Πόντου


Του Γιώργου Μιχαηλίδη
O  τόπος ήταν λαμπρός. Μια όμορφη πατρίδα, με βαθιά δάση και ψηλά βουνά, με θάλασσες λαμπερές. Τα σπίτια είχαν ιστορία και τζάκι. Φύλαγαν τους παππούδες και τα παιδιά. Και ξαφνικά ήρθε ο θάνατος και φώλιασε παντού, στα δάση και τα σπίτια, στους δρόμους και στους ανθρώπους. Άρπαξε την ζωή και την κομμάτιασε, την έκαψε όπως έκαψε η φωτιά τις πόλεις και τα χωράφια. Χιλιάδες πουλιά οι Έλληνες σκόρπισαν παντού για να σωθούν και να σώσουν τα παιδιά και την αξιοπρέπειά τους. Το βιός χάθηκε. Τα καλά της ειρήνης σκόρπισαν. Μόνη ελπίδα να αντικρίσουν τη θάλασσα και ένα καράβι για την Ελλάδα.

Λόγια σκληρά, τραγικές μαρτυρίες από τα βάσανα ενός λαού που έχασε την πατρίδα του με βία και καταστροφή. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, η μνήμη κρατάει τον καημό που ακόμη πληγώνει. Η εικόνα της χαμένης πατρίδας και του ξεριζωμού φέγγει ακόμη στα μάτια του πόντιου παππού και της μάνας, το μεγάλο κακό αντηχεί ακόμη στο τραγούδι της λύρας και στην γλώσσα των ξενιτεμένων και των παιδιών τους.


Ένα οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης όλων εκείνων που ήθελαν να κρατήσουν την Ελληνική εθνική τους συνείδηση και ταυτότητα, τέθηκε σε εφαρμογή. Νέφος εθνομαρτύρων και ηρώων δημιουργήθηκε, ιδιαίτερα τα έτη 1916-1923, διότι οι πόντιοι δεν διάλεξαν τον εύκολο δρόμο του συμβιβασμού. Δεν προτίμησαν τη σιγουριά της υποταγής. Πήραν τον δρόμο των αθανάτων αξιών, τον δύσκολο δρόμο της αντίστασης και θυσιάστηκαν για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία.


Όμως οι ξεριζωμένοι δεν χάθηκαν. Τα καράβια φορτωμένα με ανθρώπους κεραυνοβολημένους από την δυστυχία έπιασαν τα λιμάνια της Μυτιλήνης, της Καβάλας, της Θεσσαλονίκης και του Πειραιά. Σκόρπισαν σ’ όλη τη χώρα. Στήθηκαν οι πρώτες παράγκες στην Καλαμαριά και στην Ανάβυσσο. Οι Έλληνες αυτοί είναι προκομμένοι. Ο κάμπος της Μακεδονίας γεμίζει δέντρα, οι συνοικίες της Αθήνας λουλούδια και μικρά σπίτια.


Δεν χάθηκε η πατρίδα, γιατί πατρίδα είναι η γλώσσα και το τραγούδι, η λύρα και η σκέψη. Και αυτά δεν χάθηκαν. Τα κουβάλησαν μαζί τους με λίγα εικονίσματα κι ένα ρούχο, οι πόντιοι και οι μικρασιάτες, λες και κουβαλούσαν μαζί τους την ίδια την πατρίδα τους. Τον Πόντο, την Τραπεζούντα και τη Σμύρνη. Μ’ αυτά μεγάλωσαν τα παιδιά τους και έκαναν προκοπή μεγάλη. Μ’ αυτά μπόλιασαν και τη ζωή της νέας Ελλάδας. Κι έτσι σώθηκε στο πείσμα όλων η τρισχιλιόχρονη ιστορία της ελληνικής ανατολής. Θεματοφύλακες οι Πόντιοι, οι Μικρασιάτες, αυτοί οι πρόσφυγες. Αυτοί κρατούν το καντήλι της μνήμης αναμμένο.

Επιστολή μελλοθανάτου ποντίου

Φυλακαί Αμάσειας 5 Σεπτεμβρίου 1921
    Αγαπητή μου Μαξιμιλιανή και προσφιλέστατά μου τέκνα. Μετα βαρυαλγούσης καρδίας σου γράφω τας ολίγας ταύτας λέξεις και αν περιέλθει εις χείρας σου η ιδιόχειρος αυτή επιστολήν μου, θεωρώ καλόν να την έχετε ως ενθύμιον.
    Βλέπω την σημερινήν κατάστασιν. Προβλέπω ότι το νήμα της ζωής μου κόπτεται απ’ αυτόν τον
κόσμον. Επί 24 ολόκληρα έτη εζήσαμεν ομού με εμείωτον αμοιβαίαν αγάπην και διήλθομεν πολλά και καλάς ημέρας ευτυχίας. Ίσως ως άνθρωποι και χωρίς να το θέλωμεν εψυχράναμεν ο εις τον άλλον. Ο πολυεύσπλαχνος Θεός ας συγχωρήσει απάσας τας αμαρτίας ημών και συ συγχώρεσέ με.
    Ενταύθα δεν παραλείψαμεν τας προς τον Ύψιστον δεήσεις ημών και καθ’ εκάστην εξετελέσαμεν τα θρησκευτικά ημών καθήκοντα. Ηξιώθημεν δε να μεταλάβωμεν των Αχράντων μυστηρίων και ο οικτίρμων Θεός άς μας θεωρήσει αξίους.
    Ο Παντοδύναμος να σας δώσει υπομονήν και δύναμιν και θα σας δώσει, έχω πεποίθησιν εις την πίστην μου και συ να παρηγορήσεις τα φίλτατά μας τέκνα. Μη λησμονήτε να πηγαίνετε τακτικά εις την εκκλησίαν, ζείτε ως γνήσιοι ορθόδοξοι Χριστιανοί.
    Έμαθον ότι ο υιός μου Κουζηνός εξωρίσθη και δεν αμφιβάλλω ότι τον εδολοφόνησαν. Ο μικρότερος υιός μου Λάζαρος, σας έχει μείνει ως παρηγοριά και όλοι σας είσθε υπεύθυνοι δια την ανατροφήν και εκπαίδευσίν του.
    Επιστήσατε την προσοχήν σας δια την ανατροφήν και εκπαίδευσιν της μικράς μου Τριανταφυλλιάς. Το μικρόν μου αηδονάκι.
    Ήδη σας αφήνω εις την θέλησην και επίβλεψιν του Υψίστου. Φροντίσετε να τιμήσετε το όνομα της οικογενείας ημών και προσέξατε να διαφυλάξετε την τιμήν σας.
    Σας εναγκαλίζομαι όλους σας, σας γλυκοασπάζομαι και όταν έλθει η κατάλληλη στιγμή, σας περιμένω αθώους και αμέμπτους ενώπιον του Παναγάθου Θεού μου.

Ζήτω το Έθνος!!!

Ο αγαπητός σύζυγος και πατήρ σας.


Ο ίδιος πριν απαγχονιστεί, σ’ ένα σημείο της τελευταίας του επιστολής έγραφε:
…Αγαπητά μου πρόσωπα, ενταύθα μη ζητήσετε τον τάφον μου, ο τάφος δύναται να ανεγερθεί όπου και αν είναι. Επιθυμώ να μου κάνετε στο εκεί νεκροταφείον έν ωραίο μνήμα και να γράφει επ’ αυτού συνασσόμενον υπό καλού ποιητού, το πώς και που απεβίωσα.
Να εμφυτεύσητε εις το πνεύμα των τέκνων μου τους οποίους έτρεφεν ο πατήρ των, πως ήθελε να φανεί χρήσιμος εις το Έθνος και εις την θρησκείαν του, και το πώς ήθελε και επεθύμει να δοξάσει το όνομα της οικογενείας του.
Eγώ δεν λυπάμαι διότι θα απαγχονισθώ και σεις μη λυπείσθε, διότι δεν καταδικάζομαι εις τον δι’ αγχόνης θάνατον ως κακούργος, δολοφόνος και εγκληματίας.
Μερικά μικρά αντικείμενα τα οποία είχον, τα παρέδωσα εις τον Μιχαλάκην και εις τον Γρηγόριον Γρηγοριάδην.
Δια το μέλλον της θυγατρός μου Σαπφούς, ο Θεός μου θα σας οδηγήσει και εις εκείνον που ηθέλατε κρίνει κατάλληλον δίδετε τον λόγον σας. Τα άλλα τα παιδιά προς το παρόν είναι ακόμη πολύ μικρά….
Και η επιστολή συνεχίζει με πατρικές συμβουλές
-------------------

 
Στην περίεργη και δύσκολη αυτή εποχή, όπου ο αγώνας επιβίωσης των λαών στον κόσμο ολόκληρο γίνεται όλο και πιο σκληρός και η ταυτότητα των κοινωνιών κινδυνεύει από τον «κλωνισμό του είδους» και τις «έξυπνες μηχανές», στην εποχή αυτή δεν πρέπει να πάει τίποτα χαμένο από το κεφάλαιο του πολιτισμού, αντίθετα πρέπει να μεγαλώνει για να μεγαλώσουν και οι αντιστάσεις του ελληνισμού.

Ένας λαός χωρίς μνήμη κινδυνεύει να βρεθεί πάλι μπροστά σε παλιά λάθη. Ένας λαός χωρίς μνήμη κινδυνεύει να μην έχει μέλλον. Θα είναι ακόμη πιο μεγάλη η καταστροφή από εκείνη του ’22 αν αφήσουμε να χαθούν αυτά που έφεραν και φύλαξαν οι γονείς και οι παππούδες.

Οι μαρτυρίες πρέπει να καταγράφονται συνεχώς, η γλώσσα να σώζεται, η ιστορία να διδάσκεται. Είναι χρέος της Πολιτείας να στηρίζει κάθε προσπάθεια, κάθε εστία αυτής της δραστηριότητας, γιατί αυτά είναι η καρδιά της πατρίδας. Αν ο ελληνισμός έχασε τόπους και χώρες, δεν έχασε την πατρίδα του, γιατί πατρίδα του είναι ο πολιτισμός του και οι άνθρωποι.

Μάρτυς μου η γλώσσα μου και το τραγούδι!

Ή όπως θυμίζει ο ποιητής:
«Μη φοβηθείς,
εσύ που βάδισες στην έρημο περήφανα μόνος,
μη φοβηθείς,
πριν από τον ύπνο σου θυμήσου,
πως φύτεψες κι εσύ ένα δέντρο ιστορικό στο αιωνόβιο δάσος»
pliroforiodotis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: