Του Γιώργου Ι. Κωστούλα
Ήδη στον τρίτο χρόνο της κρίσης και όλο και περισσότερο διαπιστώνουμε ότι αυτή, πέραν από οικονομική, είναι πρωτίστως κοινωνική, εθνική, πολιτιστική, βαθύτατα υποστασιακή και αξιακή, με βασικό θύμα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Γι’ αυτό η αντιμετώπισή της δεν μπορεί να γίνει μόνο με όρους οικονομικούς, αλλά κυρίως με όρους ανθρώπινους και κοινωνικούς. Ο άνθρωπος είναι το μόνο έμβιο που έχει τη δυνατότητα της ελευθερίας από το ένστικτο και την ιδιοτέλεια. Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να υπερβαίνει τις επιταγές της φύσης και της χρείας για χάρη της σχέσης, της κοινότητας, της πόλης. Κύρια όπλα του και μέσα γι’ αυτό; η αλληλεγγύη, η συλλογικότητα, η συνύπαρξη, η ανοχή, η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Βασική προϋπόθεση; Η αμοιβαιότητα: Αυτό που κανείς δεν χάρηκε, δύσκολα μπορεί να το χαρίσει σε άλλον.
Ήδη οι περισσότεροι θα έχετε αναγνωρίσει στα παραπάνω τα συστατικά στοιχεία ενός κεφαλαίου άλλου τύπου. Το κοινωνικό κεφάλαιο. Ένα κεφάλαιο αδαπάνητο, ένα κεφάλαιο αλληλοχρέου μορφής, απεριορίστου ύψους-πλαφόν, αενάως κυλιομένης διαθεσιμότητας και μηδενικού επιτοκίου. Ένα αμοιβαίο κεφάλαιο, που διαχέεται μέσα από την ενεργό και αφιλοκερδή συναναστροφή των ανθρώπων, με τη μορφή ποικίλων και μύχιων ατομικών συνεισφορών γνώσης, καλοσύνης, συνεργασίας και γενναιοδωρίας, που εκπέμπονται- εισφέρονται, αμοιβαίως, με τον σκοπό και την ελπίδα, μέσα από την κατάφαση της αλληλο-ανταπόκρισης, να επιστρέψουν στον εισφέροντα-αποστολέα, με το παραπάνω.
Το ελάχιστο ζητούμενο; Η ευγενική συμπεριφορά, η έκφραση καλών τρόπων και η άσκηση ενός μίνιμουμ φιλαλληλίας και φροντίδας για τη δημόσια σφαίρα, που συγκροτείται από τη δράση όλων μας. Το μέγιστο; Μια υπέρτερη μορφή ευγένειας, που ξεπερνά την απλή ανεκτικότητα και που εκδηλώνεται με την ανάπτυξη σχέσεων κοινωνίας και αμοιβαιότητας, στην εξυπηρέτηση αναγκών και την παροχή διευκολύνσεων, τουλάχιστον στο πλαίσιο της επαγγελματικής ευσυνειδησίας του καθενός.
Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, ο ρόλος των συναισθημάτων είχε υποτιμηθεί και αγνοηθεί από κάθε επιστημονική προσέγγιση. Ακόμα και η Συναισθηματική Νοημοσύνη που περιλαμβάνει βαθύτατες έννοιες-κλειδιά για τις σχέσεις των ανθρώπων, όπως η αναγνώριση, η διαχείριση συναισθημάτων και παρορμήσεων ημών και των άλλων, η αυτογνωσία, η αυτοεκτίμηση, το κοινωνικό ενδιαφέρον για τη διαφορετικότητα, η αυτοαποδοχή, η αυτοπειθαρχία, ο χειρισμός συγκρούσεων, ο αυτοέλεγχος, ο αυθορμητισμός, ο ενθουσιασμός, το άγχος, η οργή, η ευαισθησία, ο φόβος αναπτύχθηκε- αν είναι δυνατόν- σαν κλάδος της οικονομίας - του μάνατζμεντ
ειδικότερα. Και όχι σαν μια περιοχή με αυθύπαρκτη αξία και χρησιμότητα στον κοινωνικό χώρο, κατεξοχήν.
Ως κοινωνικό κεφάλαιο, κατά τον απλούστερο ορισμό, ορίζονται: οι ανεπίσημοι κανόνες και αξίες που προάγουν την κοινωνική συνεργασία και δημιουργούν εμπιστοσύνη μεταξύ των ανθρώπων. Μια εμπιστοσύνη, όμως, που δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στο οικογενειακό περιβάλλον, όπως δείχνει να είναι η κατάσταση, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, σήμερα. Αυτό το κοινωνικό κεφάλαιο μοιράζεται, δυστυχώς, μεταξύ των ολίγων, των δικών μας. Και γι’ αυτό ως επένδυση έχει πολύ μικρή προστιθέμενη αξία.
Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης διανομής του κοινωνικού κεφαλαίου, η νοηματοδότηση γενικότερα της ζωής δεν μπορεί παρά να έχει πάντοτε άμεση σχέση με τον “άλλο”. Όχι με τον “δικό” μας.
Λαοί και άτομα θεωρούν, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, ότι ο “άλλος” είναι κάτι μακρινό ή ξένο. Αυτή η πεποίθηση βρίσκεται στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής σαν μια, όπως εύστοχα έχει αποκληθεί, “λανθάνουσα μόλυνση”. Όταν όμως πάψει να είναι λανθάνουσα, ανομολόγητη παραδοχή και γίνει αντικείμενο μιας ορθολογικής συλλογιστικής, τότε παίρνει τη μορφή της αντιπαράθεσης και, σε κλιμάκωση, της αντιπαλότητας και της εχθρότητας. Κάτι που κοινωνικά, περίπου, βιώνουμε σήμερα.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν πρέπει να είναι η απιστία του άλλου, αλλά η αφοσίωση η δική μας. «Αυτό πρέπει να έγινε τότε που έψαχνα ακόμα για κάποιον που να μου είναι πιστός και να του είμαι κι εγώ», γράφει ο Μπέκετ..
Σκεφτόμαστε πολλές φορές: Τι θα μπορούσαμε να γίνουμε και πόσα πράγματα να κάνουμε ... φτάνει να το ήθελε ο “άλλος”. Το κακό είναι ότι την ίδια στιγμή το ίδιο σκέφτεται και κείνος. Στεκόμαστε εκεί, ακίνητοι, αντικρίζοντας ο ένας τον άλλο, διατηρώντας την απόσταση που μας χωρίζει σταθερή. Τις περισσότερες φορές περιμένοντας τον άλλο να κάνει το πρώτο βήμα, να διανύσει την μισή απόσταση, το δικό του κομμάτι, προς το μέρος μας και τότε να κάνουμε και εμείς την άλλη μισή. Και επειδή, συνήθως, εκείνος δεν κάνει τα λίγα βήματα που.... τού αναλογούν δεν συναντιόμαστε ποτέ.
Ευτυχία δεν σημαίνει να σ’ αγαπούν οι άλλοι. Αυτό είναι μια αηδιαστική, ναρκισσιστική και ματαιόδοξη επιθυμία, που δεν ικανοποιεί παρά μόνο τη φιλαυτία μας, στη χειρότερη μορφή. Υπάρχει όμως και η άλλη, η πεφωτισμένη φιλαυτία, αυτή που οδηγεί στον αλτρουισμό, όταν ο άνθρωπος κατανοεί ότι το προσωπικό του συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα στο πλαίσιο του γενικού. “Αν δεν μας έδιναν τίποτα, όσοι δεν μας χρωστάνε τίποτα, πόσο φτωχοί θα είμαστε…”, αφορίζει ο Α.Πόρτσια.
Ήδη στον τρίτο χρόνο της κρίσης και όλο και περισσότερο διαπιστώνουμε ότι αυτή, πέραν από οικονομική, είναι πρωτίστως κοινωνική, εθνική, πολιτιστική, βαθύτατα υποστασιακή και αξιακή, με βασικό θύμα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Γι’ αυτό η αντιμετώπισή της δεν μπορεί να γίνει μόνο με όρους οικονομικούς, αλλά κυρίως με όρους ανθρώπινους και κοινωνικούς. Ο άνθρωπος είναι το μόνο έμβιο που έχει τη δυνατότητα της ελευθερίας από το ένστικτο και την ιδιοτέλεια. Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να υπερβαίνει τις επιταγές της φύσης και της χρείας για χάρη της σχέσης, της κοινότητας, της πόλης. Κύρια όπλα του και μέσα γι’ αυτό; η αλληλεγγύη, η συλλογικότητα, η συνύπαρξη, η ανοχή, η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Βασική προϋπόθεση; Η αμοιβαιότητα: Αυτό που κανείς δεν χάρηκε, δύσκολα μπορεί να το χαρίσει σε άλλον.
Ήδη οι περισσότεροι θα έχετε αναγνωρίσει στα παραπάνω τα συστατικά στοιχεία ενός κεφαλαίου άλλου τύπου. Το κοινωνικό κεφάλαιο. Ένα κεφάλαιο αδαπάνητο, ένα κεφάλαιο αλληλοχρέου μορφής, απεριορίστου ύψους-πλαφόν, αενάως κυλιομένης διαθεσιμότητας και μηδενικού επιτοκίου. Ένα αμοιβαίο κεφάλαιο, που διαχέεται μέσα από την ενεργό και αφιλοκερδή συναναστροφή των ανθρώπων, με τη μορφή ποικίλων και μύχιων ατομικών συνεισφορών γνώσης, καλοσύνης, συνεργασίας και γενναιοδωρίας, που εκπέμπονται- εισφέρονται, αμοιβαίως, με τον σκοπό και την ελπίδα, μέσα από την κατάφαση της αλληλο-ανταπόκρισης, να επιστρέψουν στον εισφέροντα-αποστολέα, με το παραπάνω.
Το ελάχιστο ζητούμενο; Η ευγενική συμπεριφορά, η έκφραση καλών τρόπων και η άσκηση ενός μίνιμουμ φιλαλληλίας και φροντίδας για τη δημόσια σφαίρα, που συγκροτείται από τη δράση όλων μας. Το μέγιστο; Μια υπέρτερη μορφή ευγένειας, που ξεπερνά την απλή ανεκτικότητα και που εκδηλώνεται με την ανάπτυξη σχέσεων κοινωνίας και αμοιβαιότητας, στην εξυπηρέτηση αναγκών και την παροχή διευκολύνσεων, τουλάχιστον στο πλαίσιο της επαγγελματικής ευσυνειδησίας του καθενός.
Μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες, ο ρόλος των συναισθημάτων είχε υποτιμηθεί και αγνοηθεί από κάθε επιστημονική προσέγγιση. Ακόμα και η Συναισθηματική Νοημοσύνη που περιλαμβάνει βαθύτατες έννοιες-κλειδιά για τις σχέσεις των ανθρώπων, όπως η αναγνώριση, η διαχείριση συναισθημάτων και παρορμήσεων ημών και των άλλων, η αυτογνωσία, η αυτοεκτίμηση, το κοινωνικό ενδιαφέρον για τη διαφορετικότητα, η αυτοαποδοχή, η αυτοπειθαρχία, ο χειρισμός συγκρούσεων, ο αυτοέλεγχος, ο αυθορμητισμός, ο ενθουσιασμός, το άγχος, η οργή, η ευαισθησία, ο φόβος αναπτύχθηκε- αν είναι δυνατόν- σαν κλάδος της οικονομίας - του μάνατζμεντ
ειδικότερα. Και όχι σαν μια περιοχή με αυθύπαρκτη αξία και χρησιμότητα στον κοινωνικό χώρο, κατεξοχήν.
Ως κοινωνικό κεφάλαιο, κατά τον απλούστερο ορισμό, ορίζονται: οι ανεπίσημοι κανόνες και αξίες που προάγουν την κοινωνική συνεργασία και δημιουργούν εμπιστοσύνη μεταξύ των ανθρώπων. Μια εμπιστοσύνη, όμως, που δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στο οικογενειακό περιβάλλον, όπως δείχνει να είναι η κατάσταση, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, σήμερα. Αυτό το κοινωνικό κεφάλαιο μοιράζεται, δυστυχώς, μεταξύ των ολίγων, των δικών μας. Και γι’ αυτό ως επένδυση έχει πολύ μικρή προστιθέμενη αξία.
Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης διανομής του κοινωνικού κεφαλαίου, η νοηματοδότηση γενικότερα της ζωής δεν μπορεί παρά να έχει πάντοτε άμεση σχέση με τον “άλλο”. Όχι με τον “δικό” μας.
Λαοί και άτομα θεωρούν, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά, ότι ο “άλλος” είναι κάτι μακρινό ή ξένο. Αυτή η πεποίθηση βρίσκεται στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής σαν μια, όπως εύστοχα έχει αποκληθεί, “λανθάνουσα μόλυνση”. Όταν όμως πάψει να είναι λανθάνουσα, ανομολόγητη παραδοχή και γίνει αντικείμενο μιας ορθολογικής συλλογιστικής, τότε παίρνει τη μορφή της αντιπαράθεσης και, σε κλιμάκωση, της αντιπαλότητας και της εχθρότητας. Κάτι που κοινωνικά, περίπου, βιώνουμε σήμερα.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν πρέπει να είναι η απιστία του άλλου, αλλά η αφοσίωση η δική μας. «Αυτό πρέπει να έγινε τότε που έψαχνα ακόμα για κάποιον που να μου είναι πιστός και να του είμαι κι εγώ», γράφει ο Μπέκετ..
Σκεφτόμαστε πολλές φορές: Τι θα μπορούσαμε να γίνουμε και πόσα πράγματα να κάνουμε ... φτάνει να το ήθελε ο “άλλος”. Το κακό είναι ότι την ίδια στιγμή το ίδιο σκέφτεται και κείνος. Στεκόμαστε εκεί, ακίνητοι, αντικρίζοντας ο ένας τον άλλο, διατηρώντας την απόσταση που μας χωρίζει σταθερή. Τις περισσότερες φορές περιμένοντας τον άλλο να κάνει το πρώτο βήμα, να διανύσει την μισή απόσταση, το δικό του κομμάτι, προς το μέρος μας και τότε να κάνουμε και εμείς την άλλη μισή. Και επειδή, συνήθως, εκείνος δεν κάνει τα λίγα βήματα που.... τού αναλογούν δεν συναντιόμαστε ποτέ.
Ευτυχία δεν σημαίνει να σ’ αγαπούν οι άλλοι. Αυτό είναι μια αηδιαστική, ναρκισσιστική και ματαιόδοξη επιθυμία, που δεν ικανοποιεί παρά μόνο τη φιλαυτία μας, στη χειρότερη μορφή. Υπάρχει όμως και η άλλη, η πεφωτισμένη φιλαυτία, αυτή που οδηγεί στον αλτρουισμό, όταν ο άνθρωπος κατανοεί ότι το προσωπικό του συμφέρον εξυπηρετείται καλύτερα στο πλαίσιο του γενικού. “Αν δεν μας έδιναν τίποτα, όσοι δεν μας χρωστάνε τίποτα, πόσο φτωχοί θα είμαστε…”, αφορίζει ο Α.Πόρτσια.
protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου