Δύο όψεις παρουσιάζουν αυτό τον καιρό οι εξελίξεις στον αγροτικό χώρο. Από την μια, ένας μεγάλος αριθμός αγροτικών εκμεταλλεύσεων που εδώ και καιρό βιώνει τα δεινά της περιθωριοποίησης, τώρα πνέει τα λοίσθια, με αφορμή βέβαια, την οικονομική κρίση, την έλλειψη ρευστότητας, τις δυσκολίες πρόσβασης στην αγορά την απουσία κάθε βοήθειας από τις συνεταιριστικές οργανώσεις και την άλλοτε γαλαντόμο Αγροτική Τράπεζα.
Ακόμα και το ίδιο το κράτος που για χρόνια μοίραζε αφειδώς ενισχύσεις, κίνητρα, επιδοτήσεις και αποζημιώσεις, τώρα παρακολουθεί παθητικά τη χρεωκοπία των συνεταιρισμών και την κατάρρευση των οικονομικών μονάδων που παραδοσιακά στήριζαν την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής.
Από την άλλη, όλο και μεγαλώνει ο αριθμός των αγροτικών επιχειρήσεων, που, έχοντας λάβει τα μηνύματα των καιρών, οργανώνονται σε νέες βάσεις, κινούνται με αποκλειστικό γνώμονα την αγορά, δικτυώνονται με νέους «παίκτες» στη διακίνηση και διάθεση των αγροτικών προϊόντων, ειδικά στον αγροδιατροφικό τομέα και παρά τη «θολή εικόνα» που παρουσιάζει ακόμα η ελληνική οικονομία, βρίσκουν τον τρόπο να ξεχωρίσουν με τη δραστηριότητά τους, δημιουργώντας ένα νέο πρότυπο και γι’ άλλους συντελεστές της αγροτικής παραγωγής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πράγματα κινούνται αργά, οι αλλαγές έχουν πόνο και δεν είναι λίγα τα αγροτικά νοικοκυριά που βλέπουν τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια τους. Ακόμα και συστηματικοί αρχηγοί εκμεταλλεύσεων, συνηθισμένοι για δεκαετίες ολόκληρες στον εύκολο δανεισμό και στα ψευτοβοηθήματα του κράτους, δυσκολεύονται αυτή τη στιγμή να παρακολουθήσουν τις απαραίτητες χρηματορροές, έχουν βρεθεί για μεγάλο διάστημα χωρίς τα αναγκαία ταμειακά διαθέσιμα και βρίσκονται αντιμέτωποι με τη συρρίκνωση των εκμεταλλεύσεών τους.
Είναι γνωστό ότι εκτός από τις άμεσες κοινοτικές ενισχύσεις (τσεκ κ.α.), η ελπίδα για τα προγράμματα, η επιστροφή ΦΠΑ και το αγροτικό πετρέλαιο αποτελούσαν για χρόνια τις «φλέβες» για την «αιμοδοσία» των αγροτικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, ανάσες ζωής έδινε συχνά και ο ΕΛΓΑ που είτε με πραγματικές εκτιμήσεις ζημιών, είτε με παράπλευρες διαδικασίες ενίσχυσης της αγροτικής δραστηριότητας, αποτελούσε συχνά τον «αναπνευστήρα» που κρατούσε στη ζωή εκμεταλλεύσεις με αμφίβολα οικονομικά αποτελέσματα και χωρίς ουσιαστική επαφή με την πραγματική αγορά.
Σήμερα, οι «παράπλευρες απώλειες» που ήδη καταγράφουν οι αγροτικές επιχειρήσεις είναι σημαντικές και συχνά καθοριστικές για την προσπάθεια αυτών των μονάδων να κρατηθούν στη ζωή. Ο ΕΛΓΑ έχει μετατραπεί σε «εισφοροεισπράκτορα» περιορίζοντας την συνδρομή του από πλευράς αποζημιώσεων στα απολύτως απαραίτητα, οι επιστροφές από το ΦΠΑ και το αγροτικό πετρέλαιο έχουν περιορισθεί, οι επιχορηγήσεις από τα προγράμματα έχουν θέσεις εκτός χρονοδιαγράμματος και τους πιο συντηρητικούς του χώρου, οι φοροαπαλλαγές μοιάζουν παρελθόν, ενώ υπό επανεξέταση τελούν και οι άμεσες κοινοτικές ενισχύσεις, με τον κύριο αυτών να αλλάζει χέρια.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο προγραμματισμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και ειδικά εκείνων που κινούνται σε εύρος καλλιεργειών και βασίζονται σε ενοικιαζόμενη αγροτική γη, είναι πολύ δύσκολος. Τα χρήματα έχουν γίνει ακριβά, τα μετρητά είναι ο βασιλιάς και οι καλλιεργητές που δυσκολεύονται να καλύψουν έγκαιρα τις αναγκαίες δαπάνες για ανανέωση των ενοικιοστασίων γης, χάνουν τα χωράφια τους. Ο «πόλεμος» που βρίσκεται σε εξέλιξη σ’ αυτό και μόνο το επίπεδο δεν περιγράφεται.
Σημειωτέον ότι οι εταιροεπαγγελματίες ιδιοκτήτες γης, βλέποντας τις δυσκολίες της εποχής, την άνοδο των τιμών σε κρίσιμα αγροτικά προϊόντα και την επιβολή φόρου που αναμένεται με βάση τις κυβερνητικές προθέσεις, επιχειρούν, είτε να επωφεληθούν είτε στην καλύτερη περίπτωση να προφυλάξουν τον εαυτό τους από ενδεχόμενες εισοδηματικές απώλειες, μεταφέροντας, ακόμα και πρόωρα το βάρος στην πλευρά των ενοικιαστών γης.
Σε σαφώς καλύτερη κατάσταση βρίσκονται οι καλλιεργητές που ασχολούνται με λιγότερο παραδοσιακές και περισσότερο εντατικές καλλιέργειες (κηπευτικά, δένδρα, εναλλακτικά φυτά), χωρίς να μεταφέρουν το άγχος των ενοικίων γης και χωρίς να υφίστανται την πίεση του εμπορίου που κυριαρχεί στα προϊόντα των εκτατικών καλλιεργειών. Ανάσα για πολλές μικρές, ευέλικτες αλλά στοχευμένες αγροτικές εκμεταλλεύσεις, δίνουν τον τελευταίο καιρό, τα νεοεμφανιζόμενα δίκτυα διάθεσης αγροτικών προϊόντων που αξιοποιούν μικρές παραγωγές υψηλής ποιότητας, έχοντας κυρίως προσανατολισμό στις αναπτυγμένες ξένες αγορές.
Ακόμα και το ίδιο το κράτος που για χρόνια μοίραζε αφειδώς ενισχύσεις, κίνητρα, επιδοτήσεις και αποζημιώσεις, τώρα παρακολουθεί παθητικά τη χρεωκοπία των συνεταιρισμών και την κατάρρευση των οικονομικών μονάδων που παραδοσιακά στήριζαν την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής.
Από την άλλη, όλο και μεγαλώνει ο αριθμός των αγροτικών επιχειρήσεων, που, έχοντας λάβει τα μηνύματα των καιρών, οργανώνονται σε νέες βάσεις, κινούνται με αποκλειστικό γνώμονα την αγορά, δικτυώνονται με νέους «παίκτες» στη διακίνηση και διάθεση των αγροτικών προϊόντων, ειδικά στον αγροδιατροφικό τομέα και παρά τη «θολή εικόνα» που παρουσιάζει ακόμα η ελληνική οικονομία, βρίσκουν τον τρόπο να ξεχωρίσουν με τη δραστηριότητά τους, δημιουργώντας ένα νέο πρότυπο και γι’ άλλους συντελεστές της αγροτικής παραγωγής.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα πράγματα κινούνται αργά, οι αλλαγές έχουν πόνο και δεν είναι λίγα τα αγροτικά νοικοκυριά που βλέπουν τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια τους. Ακόμα και συστηματικοί αρχηγοί εκμεταλλεύσεων, συνηθισμένοι για δεκαετίες ολόκληρες στον εύκολο δανεισμό και στα ψευτοβοηθήματα του κράτους, δυσκολεύονται αυτή τη στιγμή να παρακολουθήσουν τις απαραίτητες χρηματορροές, έχουν βρεθεί για μεγάλο διάστημα χωρίς τα αναγκαία ταμειακά διαθέσιμα και βρίσκονται αντιμέτωποι με τη συρρίκνωση των εκμεταλλεύσεών τους.
Είναι γνωστό ότι εκτός από τις άμεσες κοινοτικές ενισχύσεις (τσεκ κ.α.), η ελπίδα για τα προγράμματα, η επιστροφή ΦΠΑ και το αγροτικό πετρέλαιο αποτελούσαν για χρόνια τις «φλέβες» για την «αιμοδοσία» των αγροτικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, ανάσες ζωής έδινε συχνά και ο ΕΛΓΑ που είτε με πραγματικές εκτιμήσεις ζημιών, είτε με παράπλευρες διαδικασίες ενίσχυσης της αγροτικής δραστηριότητας, αποτελούσε συχνά τον «αναπνευστήρα» που κρατούσε στη ζωή εκμεταλλεύσεις με αμφίβολα οικονομικά αποτελέσματα και χωρίς ουσιαστική επαφή με την πραγματική αγορά.
Σήμερα, οι «παράπλευρες απώλειες» που ήδη καταγράφουν οι αγροτικές επιχειρήσεις είναι σημαντικές και συχνά καθοριστικές για την προσπάθεια αυτών των μονάδων να κρατηθούν στη ζωή. Ο ΕΛΓΑ έχει μετατραπεί σε «εισφοροεισπράκτορα» περιορίζοντας την συνδρομή του από πλευράς αποζημιώσεων στα απολύτως απαραίτητα, οι επιστροφές από το ΦΠΑ και το αγροτικό πετρέλαιο έχουν περιορισθεί, οι επιχορηγήσεις από τα προγράμματα έχουν θέσεις εκτός χρονοδιαγράμματος και τους πιο συντηρητικούς του χώρου, οι φοροαπαλλαγές μοιάζουν παρελθόν, ενώ υπό επανεξέταση τελούν και οι άμεσες κοινοτικές ενισχύσεις, με τον κύριο αυτών να αλλάζει χέρια.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ο προγραμματισμός των αγροτικών εκμεταλλεύσεων και ειδικά εκείνων που κινούνται σε εύρος καλλιεργειών και βασίζονται σε ενοικιαζόμενη αγροτική γη, είναι πολύ δύσκολος. Τα χρήματα έχουν γίνει ακριβά, τα μετρητά είναι ο βασιλιάς και οι καλλιεργητές που δυσκολεύονται να καλύψουν έγκαιρα τις αναγκαίες δαπάνες για ανανέωση των ενοικιοστασίων γης, χάνουν τα χωράφια τους. Ο «πόλεμος» που βρίσκεται σε εξέλιξη σ’ αυτό και μόνο το επίπεδο δεν περιγράφεται.
Σημειωτέον ότι οι εταιροεπαγγελματίες ιδιοκτήτες γης, βλέποντας τις δυσκολίες της εποχής, την άνοδο των τιμών σε κρίσιμα αγροτικά προϊόντα και την επιβολή φόρου που αναμένεται με βάση τις κυβερνητικές προθέσεις, επιχειρούν, είτε να επωφεληθούν είτε στην καλύτερη περίπτωση να προφυλάξουν τον εαυτό τους από ενδεχόμενες εισοδηματικές απώλειες, μεταφέροντας, ακόμα και πρόωρα το βάρος στην πλευρά των ενοικιαστών γης.
Σε σαφώς καλύτερη κατάσταση βρίσκονται οι καλλιεργητές που ασχολούνται με λιγότερο παραδοσιακές και περισσότερο εντατικές καλλιέργειες (κηπευτικά, δένδρα, εναλλακτικά φυτά), χωρίς να μεταφέρουν το άγχος των ενοικίων γης και χωρίς να υφίστανται την πίεση του εμπορίου που κυριαρχεί στα προϊόντα των εκτατικών καλλιεργειών. Ανάσα για πολλές μικρές, ευέλικτες αλλά στοχευμένες αγροτικές εκμεταλλεύσεις, δίνουν τον τελευταίο καιρό, τα νεοεμφανιζόμενα δίκτυα διάθεσης αγροτικών προϊόντων που αξιοποιούν μικρές παραγωγές υψηλής ποιότητας, έχοντας κυρίως προσανατολισμό στις αναπτυγμένες ξένες αγορές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου